-
1 ατρεπτος
2неподвижный, неизменный(τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; πρόσωπον Luc.; τοῦ σώματος ῥώμη Plut.)
ἄ. πρός τι Plut. — безразличный к чему-л.;χρῆσθαι ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ δεινόν Plut. — мужественно умирать -
2 ατροπος
21) необратимый, безвозвратный(τὰ παρελθόντα Arst.)
2) беспробудный(ὕπνος Theocr.)
3) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
4) неподобающий, некстати сказанный(ἔπεα Pind.)
См. также в других словарях:
παρελθόντα — παρέρχομαι ibo aor part act neut nom/voc/acc pl παρέρχομαι ibo aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελθόντ' — παρελθόντα , παρέρχομαι ibo aor part act neut nom/voc/acc pl παρελθόντα , παρέρχομαι ibo aor part act masc acc sg παρελθόντι , παρέρχομαι ibo aor part act masc/neut dat sg παρελθόντε , παρέρχομαι ibo aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ον — το (Α ὄν) 1. αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση, ζωή 2. (η δοτ. ως επίρρ.) τῶ ὄντι και τωόντι και τώντις πραγματικά, αληθινά νεοελλ. 1. ο άνθρωπος 2. (φιλοσ.) καθετί το οποίο υπάρχει καθ εαυτό, που έχει απόλυτη και καθαρή… … Dictionary of Greek
οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek